μεταβλητικός — μεταβλητικός, δωρ. τ. μεταβλατικός, ή, όν (Α) [μεταβλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταβολή ή ο ικανός να επιφέρει μεταβολή 2. αυτός που υπόκειται σε μεταβολή, μεταβλητός 3. αυτός που έχει σχέση με την ανταλλαγή, με τη συναλλαγή 4.… … Dictionary of Greek
μεταβλητικός — for masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητικά — μεταβλητικός for neut nom/voc/acc pl μεταβλητικά̱ , μεταβλητικός for fem nom/voc/acc dual μεταβλητικά̱ , μεταβλητικός for fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητικῶν — μεταβλητικός for fem gen pl μεταβλητικός for masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητικόν — μεταβλητικός for masc acc sg μεταβλητικός for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητικαί — μεταβλητικός for fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητικοί — μεταβλητικός for masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητικοῦ — μεταβλητικός for masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητικῆς — μεταβλητικός for fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητικῇ — μεταβλητικός for fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητική — μεταβλητικός for fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)