μεταβλητικός

μεταβλητικός
μετα-βλητικός ([dialect] Dor. [suff] μετα-βλᾱτικός [Philol.] 21, prob. in Hippod. ap. Stob.4.1.94), ή, όν,
A for or in the way of exchange,

ἡ [χρῆσις] ἡ μ. Arist.Pol.1257a9

: ἡ -κή (sc. τέχνη) exchange, barter, Pl.Sph.223d, Arist.Pol.1258b21: τὸ -κόν (sc. γένος) Pl.Sph.224d. Adv. -

κῶς Poll.4.51

.
II able to produce change,

ἀρχή Arist.Metaph.1020a5

, cf. 1013a32;

δύναμις Ph.1.278

;

κίνησις S.E.M.9.195

.
2 subject to change, Thphr.CP6.10.2;

εἰς τἀναντία Arist.GC319a20

; of animals, mobile, opp. μόνιμα, Id.HA487b6, cf. GA715a26.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταβλητικός — μεταβλητικός, δωρ. τ. μεταβλατικός, ή, όν (Α) [μεταβλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταβολή ή ο ικανός να επιφέρει μεταβολή 2. αυτός που υπόκειται σε μεταβολή, μεταβλητός 3. αυτός που έχει σχέση με την ανταλλαγή, με τη συναλλαγή 4.… …   Dictionary of Greek

  • μεταβλητικός — for masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβλητικά — μεταβλητικός for neut nom/voc/acc pl μεταβλητικά̱ , μεταβλητικός for fem nom/voc/acc dual μεταβλητικά̱ , μεταβλητικός for fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβλητικῶν — μεταβλητικός for fem gen pl μεταβλητικός for masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβλητικόν — μεταβλητικός for masc acc sg μεταβλητικός for neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβλητικαί — μεταβλητικός for fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβλητικοί — μεταβλητικός for masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβλητικοῦ — μεταβλητικός for masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβλητικῆς — μεταβλητικός for fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβλητικῇ — μεταβλητικός for fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβλητική — μεταβλητικός for fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”